Ανάθεμα ποιος το ΄λεγε

Ανάθεμα ποιος το ‘λεγε, τα αδέρφια δεν πονούνται.
Τα αδέρφια σχίζουν τα βουνά, και οι αδελφοί τους κάμπους.
Και η μάνα σχίζει θάλασσες, να πάει να τ’ ανταμώσει.
Ωρέ πάει και τα αντάμωσε σε ένα χρυσό τραπέζι.
Χρυσό είναι το τραπέζι τους χρυσά ήταν τα…

Τραγουδήθηκε από πολυφωνικό σχήμα της Φοινίκης σε εκδήλωση του Πολυφωνικού Καραβανιού το 2006 στο αλώνι της Παλιάς Σαγιάδας. Στο ίδιο αλώνι τότε, το πολυφωνικό σύνολο «Χαονία» τραγούδησε τραγούδι με ανάλογο θέμα από το Βώλακα Δράμας, όπως το μαθήτευσε συνταξιδεύοντας με το Πολυφωνικό Καραβάνι στο ακριτικό χωριό της Ανατολικής Μακεδονίας με την ιδιαίτερη πολυφωνία:

Ανάθεμα τον που θα πει τα αδέρφια δεν πονιούνται,
τα αδέρφια σχίζουν τα βουνά και δέντρα ξεριζώνουν.
Δυο ’δέρφια είχαν μια αδερφή, στον κόσμο ξακουσμένη,
τη ζήλευε η γειτονιά την φθόναγε(ν) η χώρα.
Τη ζήλεψε και ο Χάροντας και θέλει να την πάρει.
Τρέχει στο σπίτι και βροντά σαν να ‘ταν νοικοκύρης.
Άνοιξε κόρη μ’ άνοιξε ’τοιμάσου να σε πάρω,
και εγώ είμαι ο γιος της μαύρης γης τς αραχνιασμένης πέτρας.
Άφσε με Χάρε άφσε με σήμερα μη με παίρνεις
ταχιά Σαββάτο να λουστώ την Κυριακή να αλλάξω.
Και την Δευτέρα το πρωί, έρχομαι μοναχή μου.
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε, κι η κόρη κλαίει και σκούζει.
Να και τα αδέρφια έφτασαν ψηλά απ’ τα κορφοβούνια,
κυνήγησαν τον Χάροντα και γλίτωσαν την κόρη.

Στην ψηφιακή βιβλιοθήκη του Aρχείου Πολυφωνικού Τραγουδιού του Πολυφωνικού Καραβανιού έχουν μεταγραφεί διάφορες παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού, όπως ετούτη που περιέχεται στη συλλογή των Παναγιώτη Φωτίου, Νικόλαου Λύτη «Δημοτικά τραγούδια Βορείου Ηπείρου»:

Ανάθεμα ποιος θα το πει τ’ αδέρφια δεν πονιούνται.
Τ’ αδέρφια σκίζουνε βουνά και δέντρα ξεριζώνουν.
Δυο αδέρφια είχαν μια αδερφή στον κόσμο ξακουσμένη.
τη ζήλευε η γειτονιά, την ζήλευε η χώρα,
τη ζήλευε και ο Χάροντας και θέλει να την πάρει.
Ήταν μια μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη.
Χτυπάει, βροντάει στην πόρτα της σαν να ’ταν νοικοκύρης.
-Ποιος είσαι ‘σύ όπου χτυπάς την πόρτα την δική μου;
-Άνοιξε κόρη για να μπω, ’τοιμάσου να σε πάρω.
Εγώ είμαι ο γιος της μαύρης γης, τσ’ αραθιασμένης πέτρας.
Εγώ είμαι ο Χάροντας και ήρθα να σε πάρω.
Εγώ παίρνω όλους τους νιους, παίρνω τον κόσμο όλο.
– Άφ’ σε με Χάροντ’ , άφ’σε, σήμερα μη με παίρνεις.
Ταχιά Σαββάτο να λουστώ, την Κυριακή να αλλάξω.
Και την Δευτέρα το ταχιό έρχομαι μοναχή μου.
Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε, στην πλάτη του τη ρίχνει.
Κι ο κόρη από τους πόνους της φωνάζει, κλαίει και σκούζει.
Την άκουσαν τ’ αδέρφια της από τα κορφοβούνια,
το Χάροντα καρτέρεσαν σε μια ψηλή ραχούλα.
Tον πιάσαν και παλέψανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
το Χάροντα ενίκησαν και γλίτωσαν την κόρη.