Μικρή Βουργάρα θέριζε, Βουργάρα, Βουργάρα
σ’ ένα κοντό κριθάρι, μικρή Βουργαροπούλα.
Και στο δεματ’ ακούμπησε, Βουργάρα, Βουργάρα
να κάνει το παιδί της, μικρή Βουργαροπούλα.
Και στην ποδιά το τύλιξε, Βουργάρα, Βουργάρα
να παέι να το πινίξει, μικρή Βουργαροπούλα.
Κι ένα πουλί αγνάντευε, Βουργάρα, Βουργάρα
ν’ από ψηλή ραχούλα, μικρή Βουργαροπούλα.
– Που πας Βουργάρα το παιδί, Βουργάρα, Βουργάρα.
– Πάω να το πινίξω, μικρή Βουργαροπούλα.
Ν’ ιγώ έχω δεκαοχτώ παιδιά, Βουργάρα, Βουργάρα
κανένα δεν πινίγω, μικρή Βουργαροπούλα.