Ο κυνηγός (Η Λυγερή)

Επήρα τα σκυλάκια μου και τα λαγωνικά μου,
αυγίτσα αυγίτσα κίνησα κρυφ’ απ τα γονικά μου,
τρέχω, πηδάω, πηλαλώ, ’ς το ριζοβούνι φτάνω,
και ’ς το βουν’ ανεβαίνοντας λαγούς, περδίκια πιάνω.
Θωρώ δεξιά, θωρώ ζερβιά, θωρώ ένα κυπαρίσσι,
Θωρώ μια κόρη ‘πόπλενε σε μαρμαρένια βρύση.
Εσύγωσ’ αλαφρ’ αλαφρά φτάνω ’ς την κόρ’ εκείνη,
και το χρυσό μαντήλι μου τς έδωκα να μου πλύνει
– Και πως μου δίνεις, κυνηγέ, μαντήλι να σου πλύνω,
τώρα είν’ αργά και πάρωρα και δεν θε να προφτάσεις,
έλα μαζί μου, κόρη μου, τη νύχτα να περάσεις,
πόχω λαγούς και πέρδικες, βιολί και ταμπουράδες,
κλίνη πλατειά, στρώμ’ απαλό κι όλες τες νοστιμάδες.
– Για δέσε τα σκυλάκια σου ’ς ενού δεντριού κλωνάρι,
μη μου δαγκάσουν και μου φαν το άσπρο μου ποδάρι.
– Κόρη μου, τα σκυλάκια μου λαγούς περδίκια πιάνουν,
και τα κορίτσια τα ’μορφα ποτέ δεν τα δαγκάνουν.
Η μάνα της επρόβαλεν από το παραθύρι
κ’ εφώναζε της κόρης της ’ς το σπίτι να διαγείρει.
– Απόπλυνα, μανούλα μου, και θέλω να διαγείρω,
μόν’ με κρατεί ο κυνηγός οπούν’ εδώ τριγύρω.
– Ποιος είν’ αυτός ο κυνηγός που σ’ έπιασε ’ς τα βρόχια,
και δεν φοβάται, κόρη μου, τα δέκα σου αδέρφια;
– Αν έχεις δέκα αδερφούς, καβαλαραίους δέκα,
εγώ για σένα τους χτυπώ, σε θέλω για γυναίκα.
– Κι αν έχω τριάντα ν αδερφούς, καβαλαραίους τριάντα,
δε τους φοβούμαι, κυνηγέ, κ’ εγώ σε θέλω για άντρα.

Τραγούδι που προέρχεται από την Πάργα και περιέχεται στη συλλογή του Αραβαντινού «Ηπειρώτικα τραγούδια» που εκδόθηκε το 1908. Ο τίτλος είναι επινόηση του συγγραφέα – συλλέκτη.