Κόρη, όταν εφιλιώμασταν νύχτα ήταν, ποιος μας είδε;
Μας είδε της νυχτός τ’ αστρί, μας είδε το φεγγάρι,
και το φεγγάρι ν έσκυψε της θάλασσας το είπε,
θάλασσα το είπε του κουπιού και το κουπί του ναύτη
κι ο ναύτης το τραγούδησε τόμαθαν οι γειτόνοι,
τόμαθε κι ο πνευματικός της μάνας μου το είπε,
κι ο κύρης μ’ απ’ τη μάνα μου τ’ έμαθε κ’ επεισμώθει·
μ’ έβρισαν και μ’ εμάλωσαν και προσταγή μου ’δώκαν,
ούτε ’ς την πόρτα μου ναβγώ, ούτε ’ς το παραθύρι.
Στο παραθύρι εγώ θαβγώ για το βασιλικό μου,
κ’ εγώ τον νιο οπ’ αγαπώ θε να τον κάμω αϊταίρι.
Τραγούδι που προέρχεται από την Πάργα και περιέχεται στη συλλογή του Αραβαντινού «Ηπειρώτικα τραγούδια» που εκδόθηκε το 1908. Ο τίτλος είναι επινόηση του συγγραφέα – συλλέκτη.