Να χάλαγ’ η Παραμυθιά να γένονταν λιβάδια,
λιβάδια για τα πρόβατα, λιβάδια για τα γίδια,
κ’ ο πιστικός που τα φιλάει, τ’ όμορφο παλικάρι,
ν’ αρραβωνιάσει την καλή, την παινεμένη Μάρω,
να του πηγαίνει το ψωμί με τον τουρβά ‘ς την πλάτη.
– Μάρω μου, ποιος σου το φκιασε τ’ ολόχρυσο ζωνάρι;
– Μου το φκιασεν ο πεθερός κι ο γιος της κυραμάνας.
– Μάρω μου, ποιος σ’ τ’ αγόρασε το αργυρό γιουρντάνι;
– Τ’ αγόρασεν ο πεθερός κι ο γιος της κυραμάνας.
Θα σ’ ερωτήσω, πεθερέ, και σένα, κυραμάνα,
το τίνος είν’ τα πρόβατα που βόσκουν ‘ς τα λιβάδια;
– Δικά μας είν’ τα πρόβατα, δικά μας, κυρά νύφη.
– θα σ’ ερωτήσω πεθερέ, κ’ εσένα, πεθερά μου,
το τίνος είναι τα τραγιά, τ’ άλογα, τα γελάδια;
– Δικά μας είν’ τα ζωντανά, όλα δικά μας, νύφη.
– Λύκος να φάει τα πρόβατα, λύκος να φάει τα γίδια,
και ν’ απομείνει ο πιστικός τ’ όμορφο παλικάρι,
για να ‘χω ’γω τον πιστικό, να παίζω νύχτα μέρα.
Τραγούδι που μνημονεύει την Παραμυθιά και περιέχεται στην παλαιά έκδοση του Αραβαντινού «Ηπειρώτικα τραγούδια», με τον τίτλο που ο επινόησε ο συλλέκτης – συγγραφέας. Το ίδιο τραγούδι, σε παραλλαγή, τιτλοφορεί ως «Παραμυθιά» το Υφαντής στη δική του συλλογή:
Να χάλαγ’ η Παραμυθιά, να γένονταν λίβάδι
να γένονταν λίβάδι,
λιβάδι για τα πρόβατα, λιβάδι για τα γίδια
λιβάδι για τα γίδια
κι ο πιστικός, που τάβοσκε (ν) άξιος και παλικάρι
(ν) άξιος και παλικάρι
(ν) έχει μεσούλα γι’ άρματα και στήθος για τσιαπράκια
και στήθος για τσιαπράκια.