Λαλεί ο κούκος το βραδιό, μπραϊμένα-μπραϊμένα.
Λαλεί με το φεγγάρι, μωρέ παιδιά καημένα.
Λάλησε, κούκε μ’, λάλησε, λάλησε και πες μας.
– Το τι να λαλήσω και τι να μολογήσω.
Ο Ντελή-Χούσιος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Παλικάρια μάζευε, όλο Αρβανιτοπαίδια.
Τα μάζευε, τα σύναζε, τα κάνει δύο χιλιάδες.
Παιδιά μου, σαν θέλετε κλεψιά και κλέφτες να γινείτε,
Κάμτε τσελίκι την καρδιά και σίδερο τα πόδια,
Να πάμε να πατήσουμε του Νικολού τ’ αρχόντι.
Ρίχνουν ντουφέκια παταριά και σκάλα δεν πατούνε.
Ο Νικολός μπουρώθηκε, με όλα τα παιδιά του.
– Τούρκε, δε σου γίνεται αυτό που τώρα θέλεις.
Ο Ντελή-Χούσιος έφυγε, μ’ όλα τα παλικάρια.