Αρχαία Ελέα

    39° 26′ 29.0820611724″ N    20° 33′ 14.0374243656″ E

Αρχαιολογικός χώρος της Θεσπρωτίας

Βρίσκεται σε φυσικά οχυρό πλάτωμα, στους πρόποδες των βουνών της Παραμυθιάς. Ο οικισμός της Ελέας ιδρύθηκε λίγο πριν τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και για κάποιο διάστημα εικάζεται ότι αποτέλεσε έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών. Η πόλη ακμάζει κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους και καταστρέφεται το 167 π.Χ. από τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου. Η επικράτεια της Ελέας, η αρχαία Ελεάτιδα, καταλάμβανε την κοιλάδα του Κωκυτού, η οποία εκτεινόταν από τα βορειοδυτικά της Παραμυθιάς ως τις εκβολές του Αχέροντα,όπου και τοποθετείται ο “Ελέας Λιμήν”, το επίνειο της αρχαίας πόλης, το οποίο συνδεόταν με το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. 

Δήμος Σουλίου, ΠΕ Θεσπρωτίας

Ονομασία Η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου με την αρχαία πόλη Ελέα, έγινε από τον καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη.

Αποστάσεις 12 χλμ. από Παραμυθιά, 43 χλμ. από Φιλιάτες, 40 χλμ. από Ηγουμενίτσα

Υψόμετρο 500m (μέσο υψόμετρο)

Καταλύματα Πλησιέστερα ξενοδοχεία βρίσκονται στην Παραμυθιά, στο Γλυκί και στον Αχέροντα.

TΟ ΠΟΛΥΦΩΝΙΚΟ ΚΑΡΑΒΑΝΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΕΑ

Η αρχαία Eλέα αποτέλεσε σταθμό για το Πολυφωνικό Καραβάνι το 2011. Στον αρχαιολογικό της χώρο η «Άπειρος» (Πολυφωνικό Καραβάνι), με τη στήριξη και τη συνεργασία του Δήμου Σoυλίου, διοργάνωσε εκδήλωση με την μετάκληση και τη συμμετοχή πολυφωνικών σχημάτων από την Ελλάδα, την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Η εκδήλωση διοργανώθηκε εμπρός στα αρχαία τείχη με Aυγουστιάτικη Πανσέληνο.

ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΒΙΝΤΕΟ

“Έλα κάτω φεγγάρι”, “ΝΕΟΙ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ”, αρχαία Ελέα, Πολυφωνικό Καραβάνι 2011

ΗΧΗΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Αυτοσχεδιασμός

“Νέοι του Αργυροκάστρου» μαζί με τους Vay Doudoley
Aρχαία Ελέα, Πολυφωνικό Καραβάνι 2009

ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Η Αυγερινούλα η έμμορφη κι μικροπαντρεμένη
Που είχε τα στήθια τα ψηλά, τον άντρα Κωνσταντίνο
Που το παινιόταν κι έλεγεν ο Χάρος δεν την παίρνει
Ο Χάρος μόλις τ’ άκουσε μικρό φιδάκι στέλνει,
Και πάησε και την τσίμπησε, μες στο δεξί το χέρι,
Μες στο μεσό το δάχτυλο που είχε την αρραβώνα.
Μπαίνουν και βγαίνουν οι γιατροί και γιατρειά δεν βρίσκουν
Μπαινόβγαινε ο πατέρας της χτυπά τα γόνατα του
Μπαινόβγαινε και η μανούλα της τραβάει τα μαγουλά της
– Μανά μ’ κι αν έρθει ο Κωνσταντής να μην του μαρτυρήσεις
Βάλτ’ του να φάει να πιεί, πες του να τραγουδήσει.
Ο Κωνσταντής ερχόντανε του κάμπου καβαλάρης
Με πεντακόσιους άρχοντες με ξένα παλικάρια.
Εκεί κοντά εκεί σιμά ήταν ο Άγιο Δήμος
Βρίσκει τον πρωτομάστορα που φτιάχνει το κιβούρι.
– Καλήμερά σου μάστορα τίνος κιβούρι φτιάχνεις.
– Τς Αυγερινούλας τς όμορφης της μικροπαντρεμένης.
– Φτιάξτο μακρύ φτιάστο μακρύ να παίρει δυο νομάτους,
Κι από την δέξα την μεριά να αφήσεις παραθύρι
Να μπαίνει ο ήλιος του Μαγιού τ΄ Αυγούστου το φεγγάρι
Να έρχεται κι μανούλα της να ανάβει το φανάρι.
Βίτσα βαράει τ’ άλογο στο σπίτι του πηγαίνει
Χρυσό μαντήλι σήκωσε τη βλέπει πεθαμένη
Έσκυψε την εφίλησε και ξανά την σκεπένει.
Χρυσή σογίτσα (ν)έβγαλε (ν)απ’ αργυρό θηκάρι,
Ψηλά, ψηλά την σήκωσε και στην καρδιά την βάζει.

Τραγουδήθηκε από τις «Κυράδες της Άνω Δερόπολης» στην εκδήλωση του Πολυφωνικού Καραβανιού το 2011 στην αρχαία Ελέα. Το ίδιο τραγούδι όπως τραγουδήθηκε σε συλλογική επιτόπια καταγραφή του Πολυφωνικού Καραβανιού στο Σελλειό της Άνω Δερόπολης το 2013, ολοκληρώνεται με τους ακόλουθους στίχους:

Εκεί που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρρίσσι
Εκεί που θάψανε τη νιά φύτρωσε καλαμιώνα
Το κυπαρρίσσι λύγισε φιλάει την καλαμώνα
Ποιονού ’ναι τούτ’ αντρόγυνο το πολυαγαπημένο
Που δε φιλήθ’κε ζωντανό φιλιέται απεθαμένο.

Οι κυράδες τραγουδούν για Αυγερινούλα, στη βιβλιογραφία που έχει μεταγραφεί στο Αρχείο Πολυφωνικού Τραγουδιού απαντά το ίδιο τραγούδι, με μικρές στιχουργικές παραλλαγές, αναφερόμενο σε Eυγενούλα. Έτσι περιλαμβάνεται στη συλλογή των Παναγιώτη Φωτίου, Νικόλαου Λύτη «Δημοτικά τραγούδια Βορείου Hπείρου»:

Η Eυγενούλα η όμορφη κι η μικροπαντρεμένη,
που το παινιώνταν και έλεγε το Χάρο δε φοβάται
γιατί έχει τους εννιά αδερφούς, τα δώδεκα ξαδέρφια
που όλα τα κάστρα πολεμούν και χώρες παραδίνουν,
πο’ ‘χει τα σπίτια τα ψηλά, τον άντρα καπετάνιο,
παλικαράκια ξακουστά κι όλοι αντρειωμένοι.
Κι ένα πουλί κακό πουλί που βρέθηκε μπροστά της (κοντά της)
τις παινεσιές σαν άκουσε του Χάροντα ελέει.
Κι ο Χάροντας σαν τ’ άκουσε πολύ του ‘κακοφάνη.
Μικρό φιδάκι έγινε στην πόρτα της πηγαίνει,
επήγε και την τσίμπησε στ’ αριστερό της χέρι,
μες στο μικρό το δάχτυλο που ‘χε τον αρραβώνα.
Κι η Ευγενούλα έπεσε πολύ βαριά στο στρώμα.
Πολλοί γιατροί μπαινόβγαιναν, τίποτα δεν της κάνουν.
Μπαινόβγαινε ο πατέρας της, χτυπάει τα γόνατα του,
μπαινόβγαινε κι η μάνα της, τραβούσε τα μαλλιά της,
εκεί κοντά της κάθονταν, της έκανε κολάγια
και κάπου κάπου φυλαχτά, φαινόταν δακρυσμένη.
-Εγώ μάνα μου δεν μπορώ, μάνα μου θα πεθάνω,
γι’ αυτό μανούλα μου μην κλαις και μη βαριαστενάζεις.
-Πεθαίνεις Ευγενούλα μου και τι παραγγέλνεις;
-Σ΄ αφήνω μια παραγγελιά και ντύστε με σαν νύφη,
νύφη θέλω να φορεθώ και νύφη να με θάψτε.
Κι όταν θα να ‘ρθει ο Κωσταντής μην τον πικροκαρδίσεις.
και βάλ’ του γιόμα να γευτεί και δείπνο να δειπνήσει
βάλ’ του να φάει, βάλτ’ του να πιει, πες του να τραγουδήσει.
Κι άπλωσε το χεράκι σου στη μέση μου τη τζέπη
και πάρε τα κλειδάκια μου, άνοιξε το σεντούκι,
πάρε την αρραβώνα μου και τα χαρίσματα μου
και δώσ’ τα του του Κωσταντή αλλού ν’ αρραβωνιαστεί,
γιατί εγώ παντρεύομαι, παίρνω τον Χάροντα άντρα.
Κι ο Κωσταντής εφάνηκε στους κάμπους καβαλάρης,
βλέπει μεγάλη κίνηση, όπ’ είναι μαζωμένοι
κι απ΄ την πολλή την σύναξη κακό βάζει στο νου του,
κοντοκρατεί το γρίβα του και λέει στους συντρόφους:
-Τι είν’ αυτή η σύναξη μες στα πεθερικά μου.
Για πεθερός μου απέθανε, για πεθερά μου εχάθη
ή απ’ τα γυναικαδέρφια μου κανένα εσκοτώθη.
Δίνει βιτσιά τ’ αλόγου του και φτάνει στην αυλή του,
Φτάνει κοντά στην σύναξη όπ’ είναι μαζωμένοι:
-Καλημέρα σας λαϊκοί κι εσείς ιερωμένοι.
-Γεια σου και σένα Κωσταντή. Καλώς το παλικάρι.
Κι ανήσυχα τους ερωτά:
-Τίνος είναι το κιβούρι;
-Είναι τ’ ανέμου του κακού και της ανεμοζάλης,
-Για πες μου πρωτομάστορα , καθόλου μην το κρύβεις.
-Ποιος έχει στόμα να σ’ το πει, στόμα να σου μιλήσει;
Η Ευγενούλα απέθανε η πολυαγαπημένη,
της Ευγενούλας είναι αυτό της μοσχομυρισμένης.
-Να ζήσεις πρωτομάστορα, κάνε το πιο μεγάλο.
Φιάσ’ το μακρύ, φιάσ’ το πλατύ, φιάσ’ για δυο νομάτους,
κι απ’ τη δεξιά του τη μεριά άφησε παραθύρι,
για να ‘ρχεται η μανούλα μου ν’ ανάφτει το καντήλι,
να μπαίνει ο ήλιος του Μαγιού, τ’ Αυγούστου το φεγγάρι.
Στριφογυρίζει τ’ άλογο στου πεθερού του πάει.
Βρίσκει παπάδες να ‘ψελλαν, μοιρολογίστρες κλαίνε.
-Μεριά σταθείτε ψάλτηδες, μεριά μοιρολογίστρες.
Χρυσό μαντήλι σήκωσε, την είδε πεθαμένη,
σκύβει τη φιλά γλυκά, γλυκά την αγκαλιάζει,
δυο δάκρυα του πέσανε σαν δυο μαργαριτάρι.
Χρυσό μαχαίρι έβγαλε από χρυσό θηκάρι,
Στον ουρανό το πέταξε και στην καρδιά του πάει…
Τα πήραν τα λιγόημερα, τα πάνε να τα θάψουν.
Τα δυο αντάμα τα ‘βαλαν στο ίδιο το κιβούρι,
στο νιο φυτρώνει πλάτανας, στην κόρη κυπαρίσσι.
Λιγογυρίζει ο πλάτανας φιλάει το κυπαρίσσι.
Κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν στέκονται και λογιάζουν,
κρυφολογούν στενάχωρα, κρυφολογούν και λένε:
-Για ιδείτε τα νιούτσικα τα πολυαγαπημένα,
π’ όπως φιλιούνταν (ή: δε φιληθήκαν) ζωντανά φιλιούνται πεθαμένα.


Warning: Illegal string offset 'slug' in /home/whbryaa/www/wp-includes/class-wp-list-util.php on line 170

Warning: Illegal string offset 'slug' in /home/whbryaa/www/wp-includes/class-wp-list-util.php on line 170