Αλησμονώ και χαίρομαι,
θυμιούμαι και λυπιούμαι
Θυμήθηκα την ξενιτιά
και θέλω να πηγαίνω.
Σήκου μάνα και ζύμωσε
καθάριο παξιμάδι.
Με πόνους βάζει το νερό
με δάκρυα το ζυμώνει
Και με βαρύ παράπονο
βάζει φωτιά στο φούρνο
Άργησε, φούρνε, να καείς
κι εσύ, ψωμί, να γίνεις.
Για να περάσ’ ο κερατζής
κι γιος μου ν’ απομείνει.
Κι ο κερατζής απέρασε
στην πλάκα στο πηγάδι
Και τον παιδιών εφώναξε
και των παιδιών φωνάζει.
Τραγουδήθηκε με οργανική συνοδεία από την κομπανία των Κώστα Βέρδη και Σταύρου Ντέρου στην εκδήλωση του Πολυφωνικού Καραβανιού το 2002 στην Πετροβίτσα Θεσπρωτίας. Πρόκειται για ένα από τα πλέον εμβληματικά και πολυτραγουδισμένα πολυφωνικά τραγούδια. Απαντά σε πλήθος ηχογραφήσεων, καταγραφών και στιχουργικών παραλλαγών στο Αρχείο Πολυφωνικού Τραγουδιού του Πολυφωνικού Καραβανιού. O Γρηγόρης Κατσαλίδας στην επίτομη έκδοση «Δημοτικά τραγούδια Βορείου Ηπείρου» συμπεριλαμβάνει, ως δεύτερη παραλλαγή του τραγουδιού, την ακόλουθη:
Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμαι
Θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Ξημέρωσε Παρασκευή, ποτέ να μ’ είχε φέξει!
– Σήκου μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι!
Με πόνους βάνει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει,
με βαριαναστενάγματα βάνει φωτιά στο φούρο.
Άργησε, φούρε μ’, να καείς και εσύ ψωμί να γίνεις,
για να περάσ’ ο κεραντζής κι γιος μου ν’ απομείνει.
Κι ο κεραντζής απέρασε απ’ όξω από την πόρτα,
με τ’ άλογα τα κόκκινα, τα καλοσελωμένα.
– Άιντε, Κώστα, να φύγουμε, στην ξενιτιά να πάμε,
τι βγήκε(ν) ο Αυγερινός, τι βγήκε και η Πούλια.
Νύχτα σελώνουν τα άλογα νύχτα τα καλιγώνουν,
κι η καλή του του φέγγε, με δυο κεριά στα χέρια.
Γύρισε, την ελόγιασε, τη βλέπει δακρυσμένη.
– Τι έχεις κόρη μ’, και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;
– Ώρα καλή σου, Κώστα μου, κι εμένα που μ’ αφήνεις;
– Σ’ αφήνω με τη μάνα μου, και με τη αδερφή μου,
– Δεν θέλω με τη μάνα σου και με την αδερφή σου,
εγώ θέλω τον ίσκιο σου, ‘γώ θέλω την πρεπιά σου.
Εκεί που θα πας εσύ, θα ‘ρθω κι εγώ κοντά σου.
– Εκεί όπου θα πάω ‘γώ, γυναίκες δεν πηγαίνουν!
Κι ο Κώστας της, της έφυγε, πολύ μακριά στα ξένα,
και η καλή του έμεινε, εκεί στο σπιτικό του.
Μέρα νύχτα έκλαιγε, τραβούσε τα μαλλιά της,
για το φευγιό του Κώστα της και του καλού αντρός της.
Αυτή δεν ήθελε φλωριά, δεν ήθελε ασήμια,
αυτή ‘θελε τον άντρα της, καλόν της νοικοκύρη.